- Καβαλιώτης
- οθηλ. -ισσα ο μόνιμος κάτοικος της Καβάλας ή ο καταγόμενος από αυτή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Καβαλιώτης — ο, θηλ. Καβαλιώτισσα ο κάτοικος τής Καβάλας ή εκείνος που κατάγεται από την πόλη αυτή … Dictionary of Greek
Θεόδωρος Καβαλιώτης — Βλ. λ. Καβαλλιώτης, Θεόδωρος … Dictionary of Greek
Καβαλιώτισσα — η θηλ. τού Καβαλιώτης* … Dictionary of Greek
Ιωαννίδης, Ιωάννης — (Καβάλα 1931 –).Παιδαγωγός και συγγραφέας. Σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Αλεξανδρούπολης, στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο Βηρυττού και στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (αγγλική φιλολογία)· έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο… … Dictionary of Greek